- διαμαστίγωση
- η (Α διαμαστίγωσις, -εως) [διαμαστιγώ]σκληρή μαστίγωση, σκληρό μαστίγωμααρχ.«διαμαστίγωσις μέχρι θανάτου» — πολλές φορές μαστίγωση τών εφήβων τής Σπάρτης πάνω στον βωμό τής Όρθιας Αρτέμιδος κατά την ετήσια εορτή τής θεάς.
Dictionary of Greek. 2013.